ἐρημοσκόπους

ἐρημοσκόπους
ἐρημοσκόπος
one who keeps watch negligently
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ερημοσκόπος — ἐρημοσκόπος, ὁ (Α) 1. αυτός που φρουρεί σε ερημικό τόπο 2. (κατ’ επέκτ.) αυτός που φρουρεί αμελώς, με ραθυμία («ἐρημοσκόπους τοὺς ῥαθύμους φυλάττοντας», Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + σκοπός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”